- συγκεῖται
- σύν-κέωto lie downpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύγκειται — σύγκεινται (ως προσ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σύγκειται — σύγκειμαι lie together pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] είμαι σύνθετος από πολλά μέρη, συναποτελούμαι, συνίσταμαι (α. «το συμβούλιο σύγκειται από πέντε μέλη» β. «μέλος ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», Πλάτ. γ. «δέον συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ… … Dictionary of Greek
αυτοδιοίκηση — Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.… … Dictionary of Greek
Ντιούι, Τζον — (John Dewey, Μπάρλινγκτον, Βερμόντ 1859 – Νέα Υόρκη 1952). Αμερικανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Μινεσότα (1888 – 1889), του Μίσιγκαν (1889 94), του Σικάγου (1894 – 1904) –όπου υπήρξε διευθυντής του School of Education– και … Dictionary of Greek
ASBOLUS — I. ASBOLUS is Graece, dicitur, qui Phoenicibus Chus, vel Chum erat; quia, ut Chum Ebraeis atrum sonat, ita Graecis ἄσβολος suliginem. De cetero mihi nullus occurrit huius nominis, praeter Centaurorum Ducem Asbolum, quem in Centaurorum pugna… … Hofmann J. Lexicon universale
PANCRATIASTES — quis olim dictus sit, insignis hic Aristotelis indicat locus Rhetor. l. 1. c. 5. circa fin. Α᾿γωνιςτικὴ δὲ σώματος ἀρετὴ σύγκειται ἐκ μεγέθους καὶ ἰσχύος καὶ τάχους. Καὶ γὰρ ὁ ταχὺς ἰσχυρός ἐςτιν, ὁ γὰρ δυνάμενος τὰ σκέλη καὶ ῥίπτειν πῶς καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
PERLA — vulgare vocabulum, Latin. Margarita, item Unio. Matth. Paris et Matth. Westmonaster. A. c. 1255. Et er at quidam lapis pretiosus, qui vulgariter dicitur Perla. Iac. de Vitriaco Histor. Orient. l. 3. In auro et argento, perlis et pomis ambrae,… … Hofmann J. Lexicon universale
TETHYS — uxor Oceani, Terrae et Caeli filia. Hedsiod. in Theogonia, v. 134. Οὐρανῷ εὐνηθεῖϚα τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖοντε, χρεῖόν θ᾿, Υ῾περίονά τ᾿, Ι᾿απετόν τε, Θείαν τε Ρ᾿είαν τε, Θέμιν τε, ΜνημοϚύνην τε, Φοίβην τε χρυϚοςέ φανον, Τηθυν´ τ᾿ ἐρατεινην´ … Hofmann J. Lexicon universale
ευπολίδειος — εὐπολίδειος, ον (Α) [Εύπολις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωμικό ποιητή Εύπολι 2. φρ. «εὐπολίδειον (μέτρον)» μέτρο τής αρχαίας μετρικής που σύγκειται από το τρίτο γλυκώνειο και την καταληκτική τροχαϊκή τετραποδία … Dictionary of Greek